δακρύσω

δακρύσω
δακρύ̱σω , δακρύω
weep
aor subj act 1st sg
δακρύ̱σω , δακρύω
weep
fut ind act 1st sg
δακρύ̱σω , δακρύω
weep
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουρκώνω — ωσα, βουρκωμένος 1. μεταβάλλομαι σε βούρκο, θολώνω: Τα ποτάμια βούρκωσαν από τη λάσπη που κατέβασε το νερό της βροχής. 2. σκοτεινιάζω: Ο καιρός βούρκωσε. 3. μτφ., είμαι έτοιμος να δακρύσω, να κλάψω: Τα μάτια του βούρκωσαν από το παράπονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλείο — το 1. επιβλητικότητα, ανωτερότητα, λαμπρότητα: Το μεγαλείο της ψυχής της με έκανε να δακρύσω. 2. μεγαλόπρεπο έργο: Το παλάτι ήταν ένα μεγαλείο. 3. φρ., «τα μεγαλεία», κοινωνική ανωτερότητα, αξιώματα, πλούτος κτλ.: Τρελαίνεται για μεγαλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”